στρούμπος
Смотреть что такое "στρούμπος" в других словарях:
στρούμπος — ο, Ν βλ. στούμπος … Dictionary of Greek
στρούμπος — ο κόπανος, στούμπος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
στούμπος — και στρούμπος, ο, Ν 1. ξύλινος κόπανος 2. μεγάλη πέτρα 3. ειρων. κοντός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. stonpa] … Dictionary of Greek
στρουμπουλός — ή, ό, Ν μικρόσωμος και παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρόμβος «σβούρα» (μέσω ενός τ. στρούμπος) + κατάλ. ουλός (πρβλ. παχ ουλός)] … Dictionary of Greek