στρούμπος

στρούμπος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στρούμπος" в других словарях:

  • στρούμπος — ο, Ν βλ. στούμπος …   Dictionary of Greek

  • στρούμπος — ο κόπανος, στούμπος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • στούμπος — και στρούμπος, ο, Ν 1. ξύλινος κόπανος 2. μεγάλη πέτρα 3. ειρων. κοντός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. stonpa] …   Dictionary of Greek

  • στρουμπουλός — ή, ό, Ν μικρόσωμος και παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρόμβος «σβούρα» (μέσω ενός τ. στρούμπος) + κατάλ. ουλός (πρβλ. παχ ουλός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»